- προπληρωτέος
- -α, -ο, Ναυτός που πρέπει να προπληρωθεί.[ΕΤΥΜΟΛ. < προπληρώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1824 στην εφημερίδα Ελληνικά Χρονικά].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προπληρωτέος — α, ο αυτός που η αξία του πρέπει να προπληρωθεί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)